εφέτος

εφέτος
και φέτος (ΑΜ ἐφέτος, Μ και ὀφέτος και (ἐ)φέτο)
κατά το παρόν, το τρέχον έτος, αυτή τη χρονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από την αρχ. φράση ἐφ' ἔτος (< ἐπ' ἔτος) με δάσυνση αναλογική προς τα ἐφ' ἡμέραν, ἐφ' ὅσον κ.λπ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εφετός — ἐφετός, ή, όν (ΑΜ) [εφίημι] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να επιθυμήσει, επιθυμητός, ποθητός («τοῡ πρώτου ἐραστοῡ καὶ ἐφετοῡ καὶ τελείου», Πλούτ.) μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφετόν το αντικείμενο 2. συγχωρητός, επιτρεπόμενος αρχ. επιγρ. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • ἐφετός — desirable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετά — ἐφετός desirable neut nom/voc/acc pl ἐφετά̱ , ἐφετός desirable fem nom/voc/acc dual ἐφετά̱ , ἐφετός desirable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετόν — ἐφετός desirable masc acc sg ἐφετός desirable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεταί — ἐφετός desirable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετοῖς — ἐφετός desirable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετοῦ — ἐφετός desirable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετούς — ἐφετός desirable masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετωτέρῳ — ἐφετός desirable masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφετῆς — ἐφετός desirable fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”